κοτυλίς

κοτυλίς
κοτυλ-ίς, ίδος, ,
A = κοτύλη 2, Hp.Int.18, cf. Gal.19.114.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοτυλίς — κοτυλίς, ίδος, ἡ (Α) [κοτύλη] η κλείδωση …   Dictionary of Greek

  • κοτυλίδα — κοτυλίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλίδι — κοτυλίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλίδων — κοτυλίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλίσιν — κοτυλίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”